Αγίων Αναργύρων, μονή

Αγίων Αναργύρων, μονή
Ονομασία μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στην Αρναία του νομού Χαλκιδικής. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αδραμερίου. 2. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αργολίδος, στον δρόμο από το Κρανίδι προς την Ερμιόνη. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης και ήταν έως το 1946 ανδρικό. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε τον 11ο αι. Άλλη εκδοχή είναι ότι ιδρύθηκε τον 14ο αι. Το καθολικό του αποτελείται από τρεις ενωμένες σταυρεπίστεγες εκκλησίες, τους Αγίους Αναργύρους, την Κοίμηση της Θεοτόκου και το Γενέσιο του Προδρόμου, με τοιχογραφίες του 16ου-17ου αι. και ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1711. Το μοναστήρι στεγάζει βιβλιοθήκη με 2.000 τόμους. 3. Ανδρικό μοναστήρι, σε μικρή απόσταση από το ομώνυμο χωριό του νομού Καστοριάς, στους πρόποδες του Βιτσίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Καστοριάς. Κώδικας του μοναστηριού επισημαίνει ότι κτήτοράς του ήταν ο Γεράσιμος ο Σιφναίος. Το καθολικό είναι του 1857 πάνω στα θεμέλια παλαιότερης εκκλησίας, από την οποία διατηρείται το τέμπλο και το εικονοστάσιο. Εξωτερικά έχει πλούσιο κεραμικό διάκοσμο. 4. Γυναικείο μοναστήρι στη Χίο. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Χίου. 5. Μοναστήρι από μετόχι στον νομό Λακωνίας, ΝΑ του χωριού Βέροια. Χτίστηκε στις αρχές του 17ου αι. Το καθολικό του είναι εκκλησία σταυροειδής με τρούλο, κατάγραφη με αγιογραφίες του ζωγράφου Δημητρίου Κακαβά. Οι φορητές εικόνες του είναι του 1711, καθώς επίσης και το τέμπλο και ο άμβωνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • Καστοριά — Πόλη (υψόμ. 700 μ., 14.813 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, στην ανατολική όχθη της ομώνυμης λίμνης. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της μικρής χερσονήσου… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Kastoria — Gemeinde Kastoria Δήμος Καστοριάς (Καστοριά) …   Deutsch Wikipedia

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …   Dictionary of Greek

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • Πρέσπα — (ή Βρυγηίς). Όνομα 2 λιμνών, της Μεγάλης Π. και της Μικρής Π., που βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μακεδονίας, στον νομό Φλώρινας (υψόμ. 850 μ.), και ανήκουν και η Μεγάλη (συνολική επιφάνεια 270 τ. χλμ.) στην Ελλάδα (37 τ. χλμ.), στην πρώην …   Dictionary of Greek

  • Καλλαράς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Ήταν προύχοντας στην Κορινθία. Διετέλεσε μέλος της Εφορείας Κορίνθου, πληρεξούσιος στις Εθνοσυνελεύσεις και μέλος της Επιτροπής των Δικαστηρίων. 2. Ιωσήφ. Ιερομόναχος από το Άργος. Όταν ξέσπασε η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”